παχύκνημος

παχύκνημος
-ον, Α
αυτός που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχύκνημος — with fat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυκνήμους — παχύκνημος with fat masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύκνημοι — παχύκνημος with fat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημώδης — κνημώδης, ῶδες (Α) [κνήμη] κνήμαργος*. παχύκνημος …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”